- αδεκάτευτος
- ἀδεκάτευτος, -ον (Α) [δεκατεύω]αυτός που δεν υπόκειται στον φόρο τής δεκάτης*, ο αφορολόγητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδεκάτευτος — αδεκάτευτος, η, ο και αδεκάτιστος, η, ο αυτός που δεν πληρώνει το φόρο της δεκάτης: Στην τουρκοκρατία ορισμένα ορεινά χωριά έμεναν αδεκάτευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδεκάτευτος — tithe free masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάτευτον — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem acc sg ἀδεκάτευτος tithe free neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκατεύτοις — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκατεύτους — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδεκάτιστος — η, ο [δεκατίζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί μεγάλες απώλειες ή φθορές 2. αδεκάτευτος* … Dictionary of Greek